Καρκίνος του προστάτη

Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο συχνότερος καρκίνος στους άντρες και η δεύτερη σε συχνότητα αιτία θανάτου από καρκίνο (μετά τον καρκίνο του πνεύμονα) στους άντρες. Η έγκαιρη διάγνωση όμως είναι εφικτή, αρκεί κάθε άντρας να ευαισθητοποιηθεί . Και αυτό, γιατί η πάθηση δεν δίνει κανένα σύμπτωμα στα αρχικά στάδια, όπου η νόσος είναι αντιμετωπίσιμη. Έτσι, η διάγνωση γίνεται μόνο με τον ετήσιο προληπτικό έλεγχο.



1 στους 7 άνδρες θα διαγνωσθεί με καρκίνο προστάτη στη διάρκεια της ζωής του.
Συχνότερος σε ηλικιωμένους άνδρες και σχετικά σπάνιος σε ηλικία < 40 ετών
Μέση ηλικία διάγνωσης: 66 έτη.
5ετής επιβίωση: 98,9%
Συμπτώματα του καρκίνου του προστάτη
Στα αρχικά στάδια ο καρκίνος του προστάτη μπορεί να μην έχει κανένα σύμπτωμα και γι΄αυτό είναι σημαντικό να διαγιγνώσκεται με τους τρόπους που θα αναπτύξουμε πιο κάτω. Μερικοί άνδρες μπορεί να εμφανίσουν συχνουρία, δυσκολία στην έναρξη της ούρησης, νυχτουρία (συχνή ούρηση τη νύχτα).Σε προχωρημένα στάδια μπορεί να εμφανιστούν και άλλα συμπτώματα όπως αιματουρία, αιμοσπερμία, αδυναμία, ανορεξία, απώλεια βάρους ή πόνο στη μέση που οφείλονται συνήθως σε διασπορά της νόσου σε άλλα μέρη του σώματος
Παράγοντες κινδύνου
Οι πιθανότητες καρκίνου του προστάτη αυξάνονται με την ηλικία. Έτσι, 30% των ανδρών θα προσβληθούν στην ηλικία των 50 ετών και 80% στα 80 χρόνια.
Άνδρες που έχουν πρώτου βαθμού συγγενή εξ αίματος (πατέρα, θείο ή αδελφό) με καρκίνο του προστάτη έχουν 2,4 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν την πάθηση σε σχέση με άλλους άνδρες. Η νόσος εμφανίζει σημαντικές φυλετικές και γεωγραφικές διαφορές, έχει αυξημένα ποσοστά στη μαύρη φυλή και στις βόρειες χώρες, ενώ εμφανιζει χαμηλότερα ποσστά στις μεσογειακές χώρες και πολύ μικρά ποσοστά στην ασιατική φυλή. Η διατροφή φαίνεται ότι εμπλέκεται στην εμφάνιση της νόσου που ευνοείται από τις λιπαρές τροφές και το κόκκινο κρέας. Αντίθετα τα φρούτα , τα λαχανικά , η σόγια, η βιταμίνη Ε και τροφές με φυτοοιστρογόνα φαίνεται να δρούν προφυλακτικά.
Ο καρκίνος του προστάτη σε πρώιμα στάδια δεν εμφανίζει κανένα σύμπτωμα.
Είναι αργός στην εξέλιξη και σε αρχικά στάδια θεραπεύεται σε ποσοστά μεγαλύτερα από 90%

Προληπτικός έλεγχος
Η πρόληψη βασίζεται σε μία απλή εξέταση αίματος, που μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό του καρκίνου του προστάτη σε πρώιμο στάδιο. Η εξέταση αυτή μετρά την ποσότητα του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) στο αίμα. Το PSA είναι μια πρωτεΐνη του προστάτη που εμφανίζεται σε μικρές ποσότητες στο αίμα των αντρών απολύτως φυσιολογικά. Στον καρκίνο λόγω της αποδιοργάνωσης του αδένα μεγαλύτερες ποσότητες PSA περνούν στο αίμα, και είναι αυτές που βρίσκουμε αυξημένες. Η δακτυλική εξέταση (ΔΕ), αποτελεί ένα ακόμα εργαλείο που βοηθάει στον προσυμπτωματικό έλεγχο των ανδρών.

Σε ηλικίες κάτω των 50 ετών, δεν χρειάζεται μέτρηση του PSA, αφού ο καρκίνος του προστάτη είναι σπάνιος σε νεότερους άντρες. Μόνο εάν κάποιος συγγενής πρώτου βαθμού (πατέρας, αδελφός ή τα αδέλφια των γονέων) έχει διαγνωστεί με καρκίνο προστάτη, η εξέταση του PSA έχει νόημα σε ηλικία 40-50 ετών. Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από συμπτώματα, καθότι, όπως αναφέρθηκε, ο καρκίνος αναπτύσσεται συνήθως αργά, χωρίς να προκαλεί συμπτώματα που οδηγούν στον γιατρό.
Ωστόσο, πάνω από την ηλικία των 50 ετών, περίπου 2 στους 10 άντρες (20%) έχουν αυξημένη τιμή PSA. Τα αυξημένα επίπεδα μπορεί να οφείλονται στον προστατικό καρκίνο, αλλά μπορεί επίσης να σχετίζονται με καλοήθη υπερτροφία προστάτη ή ακόμη και με ουρολοίμωξη ή φλεγμονή του προστάτη (προστατίτιδα). Για τον λόγο αυτόν, πρόσθετες εξετάσεις και ιδιαίτερα η δακτυλική εξέταση του προστάτη από τον Ουρολόγο είναι πάντα απαραίτητες. Παρά τα πλεονεκτήματα της έγκαιρης διάγνωσης του καρκίνου, υπάρχουν σαφή μειονεκτήματα της μέτρησης του PSA. Η εξέταση PSA σε ορισμένες περιπτώσεις καρκίνου του προστάτη δείχνει χαμηλές τιμές (περίπου το 1% των καρκίνων), ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ψηλές τιμές θα αναγκάσουν τον ουρολόγο να υποβάλλει τους ασθενείς σε βιοψία, χωρίς σημαντικές πιθανότητες εύρεσης καρκίνου.

Διάγνωση – Σταδιοποίηση
Η διάγνωση του καρκίνου του προστάτη γίνεται μόνο με τη διορθική βιοψία. Η θετική για καρκίνο του προστάτη βιοψία περιλαμβάνει αρκετές πληροφορίες για την έκταση της νόσου (αριθμός θετικών ιστοτεμαχιδίων, ποσοστό διήθησης των ιστοτεμαχιδίων), καθώς και το Gleason score.
Αξονική τομογραφία άνω – κάτω κοιλίας
Δίνει πληροφορίες για πιθανή ύπαρξη διογκωμένων λεμφαδένων ή παθολογία σε άλλα όργανα.

Σπινθηρογράφημα οστών
Το σπινθηρογράφημα οστών είναι μια μέθοδος εξέτασης των οστών για καταστάσεις και παθολογίες που δεν είναι ορατές με την απλή ακτινογραφία. Απαιτείται η ενδοφλέβια έγχυση μιας μικρής ποσότητας ραδιενεργού υγρού, που προσλαμβάνεται από τα οστά. Το σπινθηρογράφημα πραγματοποιείται περίπου 3 ώρες μετά την έγχυση.

Πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία (mpMRI)
Η πολυπαραμετρική Μαγνητική Τομογραφία του προστάτη (multiparametric Magnetic Resonance Image, mpMRI ) είναι η πλέον απαραίτητη εξέταση για τη διάγνωση, σταδιοποίηση και επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας. Προς το παρόν δεν αντικαθιστά την κλασική βιοψία του προστάτη στη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη αλλά βοηθά στον εντοπισμό και στη χαρτογράφηση ύποπτων περιοχών του αδένα, ιδιαίτερα όταν έχει προηγηθεί μία αρνητική βιοψία. Με τον τρόπο αυτό στην επόμενη βιοψία που ακολουθεί μπορούμε να πάρουμε δείγματα εκλεκτικά από το σημείο που η μαγνητική τομογραφία μας εντοπίζει ότι πιθανόν να υποκρύπτεται κάποια κακοήθεια.

Ποιες άλλες ιατρικές εξετάσεις μπορεί να ακολουθήσουν;
Ο ουρολόγος θα σας υποβάλλει σε δακτυλική εξέταση του προστάτη (ΔΕΠ) από τον πρωκτό.
Η δακτυλική εξέταση (ΔΕΠ) είναι λιγότερο αποτελεσματική από την εξέταση αίματος PSA στην εύρεση του καρκίνου του προστάτη, αλλά μερικές φορές μπορεί να βρει περιστατικά καρκίνου στους άντρες με φυσιολογικά επίπεδα PSA (σε ποσοστό περίπου 20%). Σε τέτοια περίπτωση, όταν εντοπιστεί κάποια σκληρία στην περιοχή του προστάτη, η βιοψία επιβάλλεται ανεξάρτητα από την τιμή του PSA, εκτός από τους ασθενείς με κακή γενική κατάσταση υγείας από άλλες παθήσεις και μικρό προσδόκιμο επιβίωσης. Η δακτυλική εξέταση δίνει, επίσης, πληροφορίες για το μέγεθος του αδένα και την πιθανότητα παρουσίας φλεγμονής. Μετά την εξέταση αυτήν, ο ουρολόγος θα κρίνει εάν θα πρέπει να κάνετε βιοψία προστάτη.

Πώς γίνεται η βιοψία προστάτη;
Η βιοψία του προστάτη θα γίνει με τη χρήση υπερήχων με ειδική κεφαλή (διορθική), που εισάγεται από τον πρωκτό και γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία.
Αυτή η μέθοδος βοηθά να γίνει το πλάνο της βιοψίας και να αποφασιστεί πόσα τεμάχια ιστού θα πάρει ο ουρολόγος, ανάλογα με το μέγεθος του αδένα (συνήθως 12-24 τεμάχια). Στη συνέχεια, ο ουρολόγος θα χρησιμοποιήσει μία λεπτή και μακριά βελόνα, μέσω ειδικής συσκευής στόχευσης, για να λάβει μικρές ποσότητες ιστού από διαφορετικές περιοχές του προστάτη. Η βιοψία γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία. Οκτώ στους δέκα άντρες, κατά μέσο όρο, μπορεί να έχουν ένα φυσιολογικό αποτέλεσμα βιοψίας (αρνητικό για καρκίνο).

Επαναληπτική βιοψία προστάτη ενδείκνυται επί ορισμένων ενδείξεων:
-
μη φυσιολογική ΔΕΠ
-
αυξημένη τιμή PSA
-
ύποπτα παθολογοανατομικά ευρήματα στην αρχική βιοψία (HGPIN, ASAP)
-
θετική πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία (mpMRI)
-
συνδυασμός των παραπάνω
Πριν την επαναληπτική βιοψία συστήνεται διενέργεια mpMRI, όταν υπάρχει υποψία κακοήθειας, παρά τα αρνητικά αποτελέσματα βιοψιών.
Η τεχνική της Fusion βιοψίας του προστάτη έρχεται να συνδυάσει δυο τεχνολογίες, της πολυπαραμετρικής μαγνητικής τομογραφίας (mpMRI), η οποία ανιχνεύει τις ύποπτες εστίες, και εκείνη του διορθικού υπερηχογραφήματος, με το οποίο μπορεί να καθοδηγηθεί η βελόνα της βιοψίας. Η Fusion βιοψία γίνεται με αναισθησία (μέθη). Πρόσφατες δημοσιεύσεις δείχνουν ότι η χρήση της στοχευμένης βιοψίας με Fusion τεχνική βελτιώνει κατά πολύ τον αριθμό των καρκίνων του προστάτη που είναι κλινικά σημαντικοί και για τους οποίους θα απαιτηθεί επιθετικότερη προσέγγιση.Η πιθανότητα ανίχνευσης καρκίνου αυξάνεται κατά 40-50% σε σχέση με την κλασική βιοψία.Η πολυπαραμετρική μαγνητική μπορεί να ξεχωρίσει εκείνους τους ασθενείς με χαμηλή πιθανότητα κλινικής νόσου και να μειώσει τον αριθμό των βιοψιών κατά 25%. Οι καρκίνοι οι οποίοι μπορεί να διαφύγουν από τη συγκεκριμένη τεχνική φαίνεται ότι είναι κλινικά μη σημαντικοί.
Η Fusion βιοψία του προστάτη συστήνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως:
-
Ασθενείς (χωρίς προηγούμενη βιοψία) με ύποπτο PSA ή/και ύποπτη δακτυλική εξέταση.
-
Ασθενείς με προηγούμενη αρνητική κλασική βιοψία, οι οποίοι όμως συνεχίζουν να έχουν ύποπτο PSA ή/και ύποπτη δακτυλική εξέταση .
-
Ασθενείς με «ύποπτες» περιοχές που εμφανίζονται σε Πολυπαραμετρική Μαγνητική Τομογραφία Προστάτου.
-
Ασθενείς με ύποπτα ευρήματα και μεγάλου μεγέθους προστάτη.


Εντοπισμένος καρκίνος του προστάτη: θεραπευτικές επιλογές
Όπως έχει τονιστεί η έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη είναι σήμερα εφικτή, μέσα από τον ετήσιο προληπτικό έλεγχο. Έτσι, στους περισσότερους ασθενείς, ο καρκίνος διαγιγνώσκεται, όταν είναι εντοπισμένος μέσα στον προστάτη, πριν δηλαδή διασπάσει την κάψα του και δώσει μεταστάσεις.
Ενώ οι θεραπευτικές επιλογές για τον προχωρημένο καρκίνο του προστάτη είναι περιορισμένες (ορμονοθεραπεία και μετέπειτα χημειοθεραπεία), στα αρχικά στάδια της νόσου είναι πολλές. Η επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας γίνεται πάντα ύστερα από διεξοδική συζήτηση με τον ασθενή.
Επιλογές θεραπείας στα αρχικά στάδια
Ενεργός παρακολούθηση συνεπάγεται τακτικό έλεγχο (κάθε 3 με 6 μήνες ανάλογα με το πρωτόκολλο παρακολούθησης) και περιλαμβάνει δακτυλική εξέταση, PSA επαναληπτικές βιοψίες και πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία. Προτείνεται σε ασθενείς με εντοπισμένο καρκίνο του προστάτη, πολύ χαμηλού κινδύνου και με προσδόκιμο επιβίωσης μεγαλύτερο από δέκα χρόνια. Σκοπός της είναι η ελαχιστοποίηση των επιπλοκών τυχόν θεραπείας, ενώ ταυτόχρονα δεν υποβαθμίζεται η επιβίωση καθώς εφαρμόζεται ριζική θεραπεία όταν εμφανιστούν σημεία προόδου της νόσου. Αντίθετα η προσεκτική παρακολούθηση συνιστάται συνήθως σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας με ένα νεόπλασμα που μπορεί να είναι οποιουδήποτε σταδίου ή σε ασθενείς με μικρό προσδόκιμο επιβίωσης εξαιτίας άλλων σοβαρών προβλημάτων υγείας. Η επιλογή αυτή αξιολογείται με βάση τα χαρακτηριστικά ευρήματα της βιοψίας.
Χειρουργική
Η ριζική προστατεκτομή αποτελεί τη θεραπεία εκλογής και μπορεί να γίνει είτε ανοικτά (με τομή) είτε ενδοσκοπικά (λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά). Το ογκολογικό αποτέλεσμα είναι ίδιο, αλλά οι ενδοσκοπικές μέθοδοι υπερτερούν λόγω μικρότερης νοσηλείας (1-2 ημέρες) λιγότερης απώλειας αίματος και μετεγχειρητικού πόνου. Κατά τη διάρκεια της ριζικής προστατεκτομής, το σύνολο του προστάτη θα πρέπει να αφαιρεθεί, μαζί με τις σπερματοδόχους κύστεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να αφαιρεθούν και οι λεμφαδένες (λεμφαδενεκτομή).
Πώς εκτελείται η ριζική προστατεκτομή;
Η ριζική προστατεκτομή μπορεί να πραγματοποιηθεί με ανοιχτή, λαπαροσκοπική και ρομποτική χειρουργική επέμβαση. Στην ανοιχτή χειρουργική επέμβαση, ο χειρουργός κόβει το κοιλιακό τοίχωμα ή το περίνεο για άμεση πρόσβαση στον προστάτη. Για να μπορεί να γίνει αυτή η σοβαρή χειρουργική επέμβαση, θα πρέπει ο ασθενής να είναι σε καλή γενική κατάσταση. Ένα μεγάλο ποσοστό των αντρών θα συναντήσει δυσκολίες στη στύση μετά τη χειρουργική επέμβαση (στυτική δυσλειτουργία), ενώ όλοι δεν θα έχουν εκσπερμάτιση, αφού έχουν αφαιρεθεί τα βασικά όργανα που παράγουν το σπέρμα. Διατηρείται, όμως, η ερωτική επιθυμία και ξηρός οργασμός χωρίς εκσπερμάτιση. Σε ορισμένες περιπτώσεις με εντοπισμένο καρκίνο, μπορεί να γίνει προσπάθεια διατήρησης των νεύρων της στύσης.
Προτείνεται σε:
-
ασθενείς χαμηλού κι ενδιαμέσου κινδύνου και προσδόκιμο επιβίωσης > 10 έτη
-
επιλεγμένους ασθενείς με τοπικά προχωρημένη νόσο (cT3a) και προσδόκιμο επιβίωσης > 10 έτη, μόνο ως μέρος συνδυασμού θεραπειών.
Η νευροπροστατευτική ριζική προστατεκτομή (nerve sparing radical prostatectomy) αναφέρεται στην προσπάθεια διατήρησης των αγγειονευρωδών δεματίων του προστάτη αδένα, τεχνική η οποία βοηθά τόσο στη διατήρηση της εγκράτειας των ούρων, όσο κυρίως στη διατήρηση της στυτικής λειτουργίας του ασθενή, στο βαθμό που ϋπήρχε πριν από το χειρουργείο.
Η ειδική αυτή τεχνική δίνει τη δυνατότητα σε αρκετούς ασθενείς να ανακτήσουν σταδιακά σε 1-2 χρόνια τις στύσεις τους, εφόσον ακολουθήσουν ειδικό πρόγραμμα μετεγχειρητικά. Πάντως, οι περισσότεροι θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα γνωστά φάρμακα που βοηθούν τη στύση. Επιπλέον, μερικοί ασθενείς θα έχουν απώλεια ούρων (ακράτεια) ειδικά τους πρώτους μήνες μετά την επέμβαση.
Σε τοπικά προχωρημένο καρκίνο του προστάτη, ο χειρουργός θα αφαιρέσει επίσης οποιονδήποτε άλλο ιστό που επηρεάζεται από τον όγκο.
Στη συνέχεια, η ουροδόχος κύστη και η ουρήθρα συνδέονται μεταξύ τους . Ο γιατρός εισάγει έναν καθετήρα για να βοηθήσει την ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη να ενωθούν, ώστε να αποκατασταθεί η συνέχεια του ουροποιητικού συστήματος. Συνήθως, ο καθετήρας αφαιρείται μετά από 10 με 12 ημέρες.
Στη λαπαροσκοπική χειρουργική επέμβαση, ο χειρουργός εισάγει μικρούς πλαστικούς σωλήνες στην κοιλιά. Μέσω αυτών, ο χειρουργός μπορεί να εισαγάγει τα απαραίτητα όργανα για την πραγματοποίηση του χειρουργείου. Ένας από τους μικρούς σωλήνες χρησιμοποιείται για την εισαγωγή κάμερας που επιτρέπει στον χειρουργό να έχει μια εικόνα υψηλής ευκρίνειας του χειρουργείου από μια οθόνη. Η επέμβαση μπορεί να γίνει και με τη χρήση τρισδιάστατης τεχνικής, για να υπάρχει ακόμα καλύτερη οπτική εικόνα για τον χειρουργό.
Η νευροπροστατευτική ριζική προστατεκτομή, είτε η ανοιχτή είτε η λαπαροσκοπική καθώς και η ρομποτική επέμβαση φαίνεται ότι είναι εξίσου αποτελεσματικές, όσον αφορά στο ογκολογικό αποτέλεσμα.
Η ριζική προστατεκτομή μπορεί να προκαλέσει ακράτεια ούρων από προσπάθεια (SUI). Αυτό συμβαίνει επειδή ο προστάτης περιβάλλει την ουρήθρα, βοηθώντας τον να αντισταθεί στην πίεση μιας γεμάτης κύστης. Εάν αφαιρεθεί ο προστάτης σας, αυτό μπορεί να επηρεάσει την πίεση που μπορεί να αντισταθεί στην ουρήθρα. Υπάρχουν πολλές επιλογές θεραπείας για τη βελτίωση ή τη θεραπεία της ακράτειας ούρων από προσπάθεια.
Να θυμάστε ωστόσο ότι ο κύριος στόχος της ριζικής προστατεκτομής είναι η αφαίρεση του καρκίνου και η θεραπεία σας καθώς πρόκειται πρωτίστως για ένα ογκολογικό χειρουργείο.
Στυτική δυσλειτουργία μετά από ριζική προστατεκτομή
Η ριζική προστατεκτομή είναι μια χειρουργική επιλογή θεραπείας για την αφαίρεση ολόκληρου του προστάτη και του περιβάλλοντος ιστού. Εάν ο όγκος περιορίζεται στον προστάτη, ο χειρουργός θα προσπαθήσει να διατηρήσει άθικτα τα νεύρα που οδηγούν στο πέος κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης. Αυτό ονομάζεται νευροπροστατευτική χειρουργική επέμβαση. Ακόμα κι αν η χειρουργική επέμβαση που σώζει τα νεύρα είναι επιτυχής, η προσωρινή στυτική δυσλειτουργία είναι συχνή μετά από ριζική προστατεκτομή.
Αυτό συμβαίνει επειδή τα στυτικά νεύρα είναι τόσο ευαίσθητα που επηρεάζονται από τους παραμικρούς τραυματισμούς. Εάν συμβεί κάποιος τραυματισμός κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, τα νεύρα σταματούν να μεταφέρουν σήματα στα αιμοφόρα αγγεία του πέους. Μπορεί να χρειαστούν έως και 2 χρόνια για να ανακάμψουν τα νεύρα.
Τα αιμοφόρα αγγεία που βρίσκονται κατά μήκος του πέους μπορεί επίσης να επηρεαστούν από τη χειρουργική επέμβαση. Ως αποτέλεσμα, λιγότερο αίμα θα ρέει στον σπογγώδη ιστό του πέους και θα προκαλέσει ατροφία. Λόγω της βλάβης μπορεί να είναι πιο δύσκολο να επανέλθει η στυτική λειτουργία στην πρό του χειρουργείου κατάσταση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν είναι δυνατή η χειρουργική διατήρηση των νεύρων επειδή ο όγκος έχει εξαπλωθεί έξω από τον προστάτη ή για άλλους λόγους. Η επάνοδος της στυτικής λειτουργίας μετά από χειρουργική επέμβαση χωρίς την προστασία των νεύρων είναι δύσκολη αλλά όχι αδύνατη. Συζητήστε ανησυχίες σας και τις πιθανές επιλογές θεραπείας με το γιατρό σας.
Πώς γίνεται η παρακολούθηση μετά τη ριζική προστατεκτομή;
Η τακτική παρακολούθηση διαρκεί τουλάχιστον 5 χρόνια. Κατά τη διάρκεια κάθε επίσκεψης, ο γιατρός θα εξετάσει το επίπεδο του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) κάθε 3 μήνες για τα 2 πρώτα χρόνια και στη συνέχεια κάθε 6 μήνες. Μετά τη ριζική προστατεκτομή το PSA πρέπει να υποχωρήσει σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα (< 0,2 ng/ml). Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστείτε δακτυλική εξέταση (DRE). Η παρακολούθηση είναι σημαντική για τον έλεγχο του τρόπου ανάρρωσης από τη χειρουργική επέμβαση, για τον έλεγχο της γενικής κατάστασης της υγείας σας και για την ανίχνευση πιθανής υποτροπής της νόσου.


Θεραπεία μετά από χειρουργική επέμβαση
Αν το PSA παραμένει σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα και είναι σταθερό, δεν απαιτούνται άλλες εξετάσεις.
Εάν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, το επίπεδο του PSA παραμένει ανιχνεύσιμο, μπορεί να χρειαστείτε πρόσθετη θεραπεία.Συζητήστε με το γιατρό σας ποια είναι η καλύτερη επιλογή για εσάς.
Από τη στιγμή του το PSA αρχίσει να αυξάνει (βιοχημική υποτροπή) απαιτούνται 3-8 χρόνια για την εμφάνιση μεταστάσεων. Περίπου 25 - 40% των ανδρών που υποβάλλονται σε ριζική προστατεκτομή θα αναπτύξουν βιοχημική υποτροπή της νόσου.
Τι είναι η βιοχημική υποτροπή στον καρκίνο του προστάτη;
Βιοχημική υποτροπή μετά από ριζική προστατεκτομή θεωρείται η τιμή του PSA > 0.2 ng/ml επιβεβαιωμένη σε δύο συνεχείς μετρήσεις.
Υπάρχουν διάφοροι κλινικοί και παθολογικοί παράγοντες που καθορίζουν τον κίνδυνο εμφάνισης βιοχημικής υποτροπής που συμπεριλαμβάνουν:
-
το προεγχειρητικό PSA
-
το βαθμό στο σύστημα διαφοροποίησης κατά Gleason
-
τη διήθηση των σπερματοδόχων κύστεων
-
την εξωπροστατική επέκταση της νόσου
-
τη διήθηση των λεμφαδένων
-
τα θετικά χειρουργικά όρια
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας (EAU, European Association of Urology) οι ασθενείς κατηγοριοποιούνται με βάση τον κίνδυνο για βιοχημική υποτροπή σε εντοπισμένο και τοπικά προχωρημένο καρκίνο του προστάτη σε τρεις κατηγορίες :
Χαμηλού κινδύνου: PSA <10ng/dl και GS <7 και cT1- cT2a
Ενδιαμέσου κινδύνου: PSA 10-20 ng/dl ή GS=7 ή cT2b
Υψηλού κινδύνου: PSA >20 ng/dl ή GS >7 ή cT2c
GS:Gleason score Η κλίμακα Gleason αποτελεί το πλέον χρησιμοποιούμενο σύστημα βαθμονόμησης του καρκίνου του προστάτη. Πρόκειται για σύστημα που βασίζεται στην αρχιτεκτονική του αδένα υπό το μικροσκόπιο. Ο παθολογοανατόμος θα ορίσει ένα πρωτεύοντα βαθμό που αντιστοιχεί στο πιο συχνά παρατηρούμενο πρότυπο ανάπτυξης του όγκου, και έναν δευτερεύοντα βαθμό που αντιστοιχεί στο δεύτερο σε συχνότητα πρότυπο ανάπτυξης του όγκου. Η βαθμονόμηση για κάθε βαθμό κυμαίνεται από το 1 έως 5.Το Gleason σκορ προκύπτει από την πρόσθεση του πρωτεύοντος και του δευτερεύοντος βαθμού. Μπορεί να κυμαίνεται από 2 έως 10.
Ακτινοθεραπεία του προστάτη
Η ακτινοθεραπεία στοχεύει στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων και διακρίνεται στην εξωτερική ακτινοβολία και στη βραχυθεραπεία.
Πολλές φορές, τα 2 αυτά είδη ακτινοβολιών χρησιμοποιούνται συνδυαστικά.
Εξωτερική ακτινοθεραπεία
Η εξωτερική ακτινοθεραπεία πραγματοποιείται από ακτινοθεραπευτές, βάσει προγραμματισμένων ημερήσιων ραντεβού για περίοδο 7-9 εβδομάδων. Η εξωτερική ακτινοθεραπεία εφαρμόζεται σήμερα με τη μορφή της τρισδιάστατης σύμμoρφου ακτινοθεραπείας (3D Conformal Radiotherapy, 3D CRT) καθώς και της ακτινοθεραπείας με διαμόρφωση της έντασης της δέσμης (Intensity Modulated Radiotherapy, IMRT).

Σε ασθενείς χαμηλού και μέσου κινδύνου είναι εξαιρετικά αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδος με ποσοστά απουσίας εξέλιξης της νόσου στην 5ετία περίπου 70-85%. Κατά την εφαρμογή της εξωτερικής ακτινοθεραπείας, τμήματα της ουροδόχου κύστης και του ορθού μπορεί να ακτινοβοληθούν. Αυτό μπορεί να προκαλέσει διάρροια και/ή συχνουρία μετά τη θεραπεία. Οι ασθενείς μπορεί, επίσης, να αισθάνονται κουρασμένοι κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας. Μετά την εξωτερική ακτινοθεραπεία, πολλοί ασθενείς θα εμφανίσουν μόνιμη απώλεια των στύσεων (στυτική δυσλειτουργία).
Βραχυθεραπεία
Η βραχυθεραπεία έχει δώσει αποτελέσματα αντίστοιχα με της ριζικής προστατεκτομής, όταν έχει γίνει σε άντρες με ένδειξη γι’ αυτήν τη θεραπεία, δηλαδή στα πρώτα στάδια της νόσου. Η μέθοδος περιλαμβάνει την εμφύτευση ραδιενεργών σπόρων στον προστάτη υπό γενική αναισθησία.
Αυτό γίνεται με τη χρήση διορθικού υπερηχογράφου που, όπως και στη βιοψία, μας επιτρέπει να απεικονίσουμε τον αδένα και να κατευθύνουμε τα εμφυτεύματα στα σωστά σημεία. Μετά τη βραχυθεραπεία, κάποιοι άντρες θα αντιμετωπίσουν προβλήματα με την ούρηση και τη στύση.

Μη εντοπισμένος καρκίνος προστάτη: θεραπευτικές επιλογές
Οι θεραπευτικές επιλογές για τον προχωρημένο (μη εντοπισμένο καρκίνο του προστάτη) είναι η ορμονοθεραπεία και η χημειοθεραπεία.
Ορμονοθεραπεία
Στόχος της ορμονοθεραπείας είναι να σταματήσει την παραγωγή της τεστοστερόνης ή να την εμποδίζει να φτάσει στον προστάτη. Η τεστοστερόνη είναι η ανδρική ορμόνη και παράγεται στους όρχεις (σε ποσοστό 95%) με σήματα που έρχονται από τον εγκέφαλο. Η ανάπτυξη τόσο των υγιών όσο και των καρκινικών κυττάρων του προστάτη εξαρτάται από την παρουσία της τεστοστερόνης. Αν δεν υπάρχει τεστοστερόνη, τα καρκινικά κύτταρα πεθαίνουν ή αναπτύσσονται πολύ αργά. Η ορμονοθεραπεία δεν είναι θεραπεία ίασης, επειδή δεν καταστρέφει τα καρκινικά κύτταρα του προστάτη. Αποτελεί παρηγορητική θεραπεία η οποία έχει στόχο να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες φαρμάκων που λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο και τα οποία δίνονται μεμονωμένα ή συνδυαστικά. Η πρώτη κατηγορία αφορά τους LH-RH αγωνιστές/ανταγωνιστές οι οποίοι ρυθμίζουν την έκκριση των υποθαλαμικών ορμονών LH και FSH, στον εγκέφαλο. Ο ρόλος των ουσιών αυτών είναι να φτάνουν με το αίμα στον όρχι και να τον διεγείρουν, ώστε να παράγει τεστοστερόνη. Η δεύτερη κατηγορία τα αντιανδρογόνα είναι ουσίες οι οποίες εμποδίζουν την τεστοστερόνη να μπει στο καρκινικό κύτταρο. Η ορμονοθεραπεία, εκτός από τον προχωρημένο καρκίνο του προστάτη, χρησιμοποιείται και σε άλλες περιπτώσεις. Μπορεί να χορηγηθεί πριν από την ακτινοθεραπεία, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητά της, επειδή προκαλεί συρρίκνωση του όγκου. Επίσης, χρησιμοποιείται μερικές φορές ύστερα από χειρουργική επέμβαση ή ακτινοθεραπεία, για να επιβραδύνει την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων που ίσως έχουν παραμείνει.


Η ορμονοθεραπεία έχει κάποιες παρενέργειες, οι οποίες συνήθως είναι καλά ανεκτές. Ενδεικτικά, οι πιο συχνές είναι η στυτική δυσλειτουργία, εξάψεις, οστεοπόρωση, μειωμένη ερωτική επιθυμία και αύξηση του σωματικού βάρους.
Όταν χορηγείται για πολλά χρόνια, αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Ωστόσο παρά τα υψηλά ποσοστά ανταπόκρισης στην ορμονοθεραπεία η πλειονότητα των όγκων με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσουν αντίσταση σε αυτή. Το στάδιο αυτό ονομάζεται καρκίνος του προστάτη ανθεκτικός στον ευνουχισµό (Castrate Resistant Prostate Cancer, CRPC). Ο καρκίνος του προστάτη χαρακτηρίζεται ως ευνουχοάντοχος, μόνο όταν υπάρχει ένδειξη με βιοχημική υποτροπή.
Ορισμός του ευνουχοάντοχου καρκίνου του προστάτη σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας είναι τρείς συνεχόμενες αυξήσεις της τιμής του PSA σε εβδομαδιαίες μετρήσεις με τουλάχιστον 2 τιμές κατά 50% υψηλότερες του ναδίρ, επί μιας τιμής του PSA όμως > 2 ng/ml και επί μιας τιμής τεστοστερόνης στα επίπεδα του ευνουχισμού (<50 ng/dl).
Σε ποσοστό έως 90% των ασθενών με μεταστατικό ευνουχοάντοχο καρκίνο προστάτη (mCRPC) εμφανίζουν οστικές μεταστάσεις και η πλειοψηφία τους είναι οστεβλαστικές.
Χημειοθεραπεία
Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται, όταν πλέον τα καρκινικά κύτταρα αποκτήσουν αντοχή στην ορμονοθεραπεία. Η νόσος σε αυτό το στάδιο είναι προχωρημένη και υπάρχουν μεταστάσεις στους λεμφαδένες και στα οστά. Η χημειοθεραπεία δεν είναι πολύ αποτελεσματική, για να δοθεί σε πρώιμο στάδιο. Σε αρρώστους με προχωρημένη όμως νόσο, είναι χρήσιμη, τόσο για την παράταση της ζωής όσο και για τη μείωση του πόνου στα οστά με αποτέλεσμα καλύτερη ποιότητα ζωής. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να συνδυαστεί με εξωτερική ακτινοβολία στα σημεία των οστών όπου υπάρχει έντονος πόνος. Τα φάρμακα που χορηγούνται, σήμερα, έχουν μικρότερη τοξικότητα συγκριτικά με τα παλιότερα, και οι ασθενείς τα ανέχονται σχετικά καλά.